χρυσόπορτα

χρυσόπορτα
η, ΝΜ
ως κύριο όν. πύλη τών τειχών τής Κωνσταντινούπολης, από την οποία έκαναν την θριαμβευτική είσοδο τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ύστερα από νικηφόρα εκστρατεία
νεοελλ.
χρυσή πόρτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”